- μυρομένω
- μῡρομένω , μύρωflowpres part mp masc/neut nom/voc/acc dualμῡρομένω , μύρωflowpres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυρομένῳ — μῡρομένῳ , μύρω flow pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμύρομαι — Α. κελαρίζω και εγώ («μυρομένω ποταμῷ προσεμύρετο πηγή», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + μύρομαι (για ποταμό) «τρέχω, ρέω, κυλώ»] … Dictionary of Greek